- έκρουσα
- ἔκρουσακρούωstrike: aor ind act 1st sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἔκρουσα — κρούω strike aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούω — έκρουσα, κρούστηκα, κρουσμένος 1. χτυπώ, βαρώ: Κρούει την πόρτα. 2. παίζω όργανο: Κρούει την κιθάρα του. 3. φρ., «Kρούω τον κώδωνα του κινδύνου» σημαίνει ότι προαναγγέλλω δημόσια τον κίνδυνο που επέρχεται. 4. το μέσ., κρούομαι σημαίνει ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἄκρουσα — ἔκρουσα , κρούω strike aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούζω — 1. δαγκώνω κάποιον («τόν έκρουξε ένα φίδι») 2. (για πυρετό) εξασθενίζω, εξαντλώ 3. προκαλώ σύγχυση στο μυαλό κάποιου, τρελαίνω κάποιον 4. μέσ. κρούζομαι είμαι τρελός, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρούω, από τον αόρ. ἔκρουσα, κατά … Dictionary of Greek
κρούω — κρούω, έκρουσα βλ. πίν. 40 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής